Ο Δέκιος
(Γάιος Μέσσιος Κουίντος Δέκιος Αύγουστος[1]) ήταν Ρωμαίος αυτοκράτορας από το
249 μ.Χ. έως το 251 μ.Χ. Κατά το τελευταίο έτος της βασιλείας του συμβασίλεψε
με τον γιο του Ερέννιο Ετρούσκο έως ότου σκοτώθηκαν και οι δύο στη μάχη της
Αβρίττου.
Τα πρώτα χρόνια και η άνοδος του στην εξουσία
Ο Δέκιος
γεννήθηκε στην Μπουντάλια,[2][3] σημερινό Μαρτίντσι της Σερβίας, στην Κάτω
Παννονία. Ήταν ο πρώτος σε μία μεγάλη σειρά Ρωμαίων Αυτοκρατόρων που
προέρχονταν από την επαρχία του Ιλλυρικού του Δούναβη.[4] Αντίθετα με τους
άμεσους προκατόχους του, όπως τον Φίλιππο τον Άραβα ή τον Μαξιμίνο, ο Δέκιος
ήταν διακεκριμένος συγκλητικός ο οποίος έφτασε ως το αξίωμα του υπάτου το 232
μ.Χ. Έγινε κυβερνήτης της Μοισίας και της Γερμανίας λίγο αργότερα και υπηρέτησε
ως διοικητής της Ισπανίας μεταξύ 235 και 238. Κατά τα πρώτα χρόνια της
βασιλείας του Φιλίππου του Άραβα ήταν νομάρχης (praefectus urbi) της Ρώμης.[5]
Κατά το 245,
ο αυτοκράτορας Φίλιππος ανάθεσε στον Δέκιο μία σημαντική αποστολή στον Δούναβη.
Στο τέλος του 248 ή του 249 ο Δέκιος εστάλη για να καταστείλει την εξέγερση του
Πακατιανού (Tiberius Claudius Marinus Pacatianus) και να
εκκαθαρίσει την περιοχή από τους Γότθους, τους Γερμανούς και τους Κάρπους της
Δακίας που είχαν κατακλύσει την περιοχή κατά τη διάρκεια της κρίσης. Η εξέγερση
προκλήθηκε επειδή οι στρατιώτες εξοργίστηκαν με τη συνθήκη ειρήνης που
υπογράφτηκε μεταξύ του Φιλίππου και το βασιλείου των Σασσανιδών. Ο Πακατινός
διεκδίκησε τον θρόνο και μαζί με τις κινήσεις των Γότθων αποτέλεσε ξεκάθαρη
καθαρή απειλή εναντίον της εξουσίας του Φιλίππου.[6] Η επιλογή του Δέκιου από
τον Φίλιππο ήταν ίσως περισσότερο λόγω πολιτικής καταλληλότητας και λιγότερο
λόγω στρατιωτικών ικανοτήτων. Ο Δέκιος είχε αριστοκρατική καταγωγή και ήταν
δημοφιλής επιλογή για τη Σύγκλητο η οποία ήταν όλο και πιο επιφυλακτική για τις
ικανότητες του Φιλίππου. Λίγο πριν την άφιξη του Δέκιου, ο Πακατιανός σκοτώθηκε
και τα στρατεύματα πίεσαν τον Δέκιο να αναλάβει ο ίδιος την αυτοκρατορική
εξουσία. Ο Δέκιος διακήρυξε την πίστη του στον Φίλιππο αλλά τελικά κινήθηκε
εναντίον του. Στο τέλος ο Φίλιππος σκοτώθηκε σε μάχη κοντά στην Βερόνα της
Ιταλίας. Η Σύγκλητος αναγνώρισε τότε τον Δέκιο ως αυτοκράτορα δίνοντάς του τον
χαρακτηριστικό τίτλο Τραϊανός ως αναφορά στον ομώνυμο αυτοκράτορα. Όπως έγραψε
αργότερα ο βυζαντινός ιστορικός Ζώσιμος:
Ο Δέκιος
ντύθηκε στα πορφυρά και αναγκάστηκε να αναλάβει τα βάρη της διακυβέρνησης, παρά
τη θέληση και την απροθυμία του.[7]
Πολιτικό
πρόγραμμα
Το πολιτικό
πρόγραμμα του Δέκιου επικεντρώθηκε στην αποκατάσταση της δύναμης του κράτους,
τόσο της στρατιωτικής δύναμης που αντιτίθεται στις εξωτερικές απειλές, όσο και
στην αποκατάσταση της δημόσιας ευλάβειας με ένα πρόγραμμα αποκατάστασης της
επίσημης θρησκείας του κράτους.
Είτε ως
παραχώρηση στη Σύγκλητo, ή ίσως με
την ιδέα της βελτίωσης της δημόσιας ηθικής, ο Δέκιος προσπάθησε να αναβιώσει
την αυτόνομη εξουσία και το κύρος του κήνσορα. Το δικαίωμα της επιλογής του
κήνσορα δόθηκε στη Σύγκλητο η οποία εξέλεξε ομόφωνα τον Βαλεριανό (τον
μελλοντικό αυτοκράτορα). Όμως ο Βαλεριανός γνωρίζοντας πολύ καλά τους κινδύνους
και τις δυσκολίες που συνδέονται με αυτή τη θέση σε μια τέτοια δύσκολη στιγμή,
απέρριψε την ευθύνη. Η εισβολή των Γότθων και ο θάνατος του Δέκιου έθεσαν τέλος
σε αυτήν την αποτυχημένη απόπειρα.[5]
Μνημειακά
έργα
Κατά τη
διάρκεια της βασιλείας του ο Δέκιος προχώρησε σε αρκετά κατασκευαστικά έργα
στην Ρώμη, συμπεριλαμβανομένων των Λουτρών του Δέκιου στο Aventine ή Thermae Deciane τα οποία
ολοκληρώθηκαν το 252 και επέζησαν έως τον 16ο αιώνα. Ο Δέκιος επίσης ανέλαβε
την επισκευή του Κολοσσαίου εξαιτίας των ζημιών που προκλήθηκαν από
κεραυνούς.[5]
Οι διώξεις
των Χριστιανών
Τον
Ιανουάριο του 250, ο Δέκιος εξέδωσε ένα διάταγμα για την καταστολή του
Χριστιανισμού. Το διάταγμα ήταν αρκετά σαφές:
Όλοι οι
κάτοικοι της αυτοκρατορίας πρέπει να θυσιάσουν πριν από τους δικαστικούς της
κοινότητάς τους "για την ασφάλεια της αυτοκρατορίας" μία συγκεκριμένη
ημέρα (η ημερομηνία θα ποικίλει από τόπο σε τόπο και η σειρά μπορεί να γίνει
έτσι ώστε η θυσία να ολοκληρωθεί εντός ορισμένης προθεσμίας αφότου μια
κοινότητα λάβει το διάταγμα). Όταν θυσιάσουν, θα λάβουν πιστοποιητικό (libellus), που
καταγράφει το γεγονός ότι έχουν συμμορφωθεί με την εντολή.
[2]
Ενώ ο
Δέκιος, με το διάταγμα, μπορεί να είχε ως στόχο τη συντήρηση του οράματος της Pax Romana και να
καθησυχάσει τους πολίτες της Ρώμης ότι η αυτοκρατορία ήταν ακόμα ασφαλής,
προκάλεσε ωστόσο μια «τρομερή κρίση εξουσίας, όπου διάφοροι χριστιανοί
επίσκοποι και το ποίμνιό τους, αντέδρασαν σε αυτό με διάφορους τρόπους».[2] Το
διάταγμα άρχισε να εφαρμόζεται απαιτώντας από τους επισκόπους και τους
αξιωματούχους της εκκλησίας να κάνουν θυσία για τον αυτοκράτορα,[8] ένα θέμα
όρκου πίστεως τον οποίο οι Χριστιανοί θεώρησαν προσβλητικό. Τα πιστοποιητικά
εκδόθηκαν σε όσους ικανοποίησαν τις παγανιστικές επιτροπές κατά τη διάρκεια της
δίωξης των Χριστιανών υπό τον Δέκιο. Σαράντα έξι τέτοια πιστοποιητικά έχουν
δημοσιευτεί ως σήμερα, όλα χρονολογούνται το 250, τέσσερα από τα οποία στην
πόλη Οξύρρυγχο.[9] Οι χριστιανοί πιστοί που αρνούνταν να προσφέρουν παγανιστική
θυσία για τον αυτοκράτορα και την αυτοκρατορική ευημερία κινδύνευαν εντός
ορισμένης ημερομηνίας, κινδύνευαν να τιμωρηθούν με βασανιστήρια και
εκτελέσεις.[10] Ένας αριθμός επιφανών χριστιανών αρνήθηκαν να κάνουν την θυσία
και θανατώθηκαν κατά τη διαδικασία, συμπεριλαμβανομένων του Πάπα Φαβιανού το
250. Το αντι-χριστιανικό αίσθημα οδήγησε σε πογκρόμ εναντίον των χριστιανών σε
Καρχηδόνα και Αλεξάνδρεια. Στην πραγματικότητα όμως, κατά το δεύτερο έτος της
βασιλείας του Δέκιου, η αγριότητα των διώξεων είχε χαλαρώσει και η προηγούμενη
παράδοση της ανεκτικότητας άρχισε να επανέρχεται. Η χριστιανική εκκλησία ποτέ
δεν ξέχασε την εποχή του Δέκιου τον οποίο κατονομάζουν ως "σκληρό
τύραννο".[10]
Την ίδια
εποχή ξέσπασε ένα δεύτερο κύμα της επιδημίας του Γαλιηνού, με αποκορύφωμα το
διάστημα μεταξύ 251 και 266 που στοίχιζε τη ζωή 5.000 καθημερινά, μόνο στη
Ρώμη. Αυτή η επιδημία αναφέρεται και ως η "επιδημία του Κυπριανού" (ο
οποίος ήταν επίσκοπος Καρχηδόνας εκεί όπου η νόσος και ο διωγμός των Χριστιανών
ήταν αμείλικτα. Ο βιογράφος του Κυπριανού, Πόντιος, έδωσε μια ζωντανή εικόνα
της καταστροφικής επίδρασης της επιδημίας και ο Κυπριανός μνημονεύει το γεγονός
στο δοκίμιό του De mortalitate . Στην
Καρχηδόνα, οι διώξεις του Δέκιου που εξαπολύθηκαν κατά την έναρξη της
επιδημίας, στόχευσαν τους χριστιανούς ως αποδιοπομπαίους τράγους. Το Διάταγμα
του Δέκιου ανανεώθηκε από τον Βαλεριανό το 253 και καταργήθηκε από τον γιο του
Γαλλιηνό το 260-1.
Οι
σφετεριστές της εξουσίας του
Όπως και σε
άλλους Ρωμαίους αυτοκράτορες του 3ου αιώνα, η βασιλεία του Δέκιου δεν ήταν
απαλλαγμένη από απειλές εναντίον της εξουσίας του, είτε εσωτερικές, είτε
εξωτερικές. Η εξέγερση του Ιοταπιανού στη Συρία ή στην Καππαδοκία, είχε
ξεκινήσει ουσιαστικά επί βασιλείας του Φιλίππου, αλλά συνεχίστηκε και στη
βασιλεία του Δέκιου. Πιθανόν ο επίδοξος αυτοκράτορας δολοφονήθηκε από τους
ίδιους του τους στρατιώτες και το σώμα του παραδόθηκε στον Δέκιο στην Ρώμη το
καλοκαίρι του 249. Μία πιο σοβαρή εξέγερση ξέσπασε ενώ ο Δέκιος ήταν εκτός
Ρώμης και πολεμούσε τους Γότθους το 250 από τον Λικινιανό (Julius Valens Licinianus), επίσης
αριστοκράτη συγκλητικό με κάποια λαϊκή υποστήριξη. Η βραχύβια αρπαγή της
εξουσίας τελείωσε μέσα σε λίγες μέρες με την εκτέλεσή του. Ο κυβερνήτης της
Μακεδονίας, Πρίσκος (Titus Julius Priscus), επίσης
αυτοανακηρύχθηκε Αύγουστος στην Φιλιππούπολη στο τέλος του 251, πιθανόν με την
υποστήριξη των Γότθων. Η Σύγκλητος τον ανακήρυξε δημόσιο εχθρό. Πιθανόν να
επέζησε και μετά τον θάνατο του Δέκιου, αλλά με την ανακήρυξη του Τρεβονιανό σε
αυτοκράτορα χάνονται τα ίχνη του.
Οι επιδρομές
των Γότθων και ο θάνατός του
Οι γοτθικές
επιδρομές του 250-251
Οι
βαρβαρικές επιδρομές στην αυτοκρατορία γίνονταν όλο και πιο έντονες και συχνές
ενώ η αυτοκρατορία αντιμετώπισε σοβαρή οικονομική κρίση στα χρόνια του Δέκιου.
Κατά τη διάρκεια της σύντομης βασιλείας του ο Δέκιος ασχολήθηκε σημαντικές
επιχειρήσεις εναντίον των Γότθων, οι οποίοι πέρασαν τον Δούναβη και έκαναν
επιδρομή στην περιοχή της Μοισίας και της Θράκης. Αυτή είναι η πρώτη σημαντική
στιγμή που οι Γότθοι εμφανίζονται στην ιστορία. Υπό τις διαταγές του βασιλιά
τους Κνίβα, αιφνιδιάστηκαν από τον αυτοκράτορα, ενώ πολιορκούσαν τη Νικόπολη
στον Δούναβη. Κατάφεραν όμως να διαφύγουν δια μέσου του ορεινού γεωγραφικού
αναγλύφου των Βαλκανίων, στη συνέχεια επέστρεψαν και αιφνιδίασαν τους Ρωμαίους
κοντά στη Βερόη (σύγχρονο Στάρα Ζαγόρα της Βουλγαρίας) λεηλατώντας το
στρατόπεδό τους και διαλύοντας τα στρατεύματα. Ήταν η πρώτη φορά που Ρωμαίος
αυτοκράτορας υποχώρησε μπροστά σε βαρβαρικά στρατεύματα. Οι Γότθοι τότε
κινήθηκαν εναντίον της Φιλιππούπολης η οποία και έπεσε στα χέρια τους. Ο
κυβερνήτης της Θράκης, Πρίσκος, ανακήρυξε τον εαυτό του αυτοκράτορα υπό γοτθική
προστασία, αλλά η πρόκληση του Πρίσκου τερματίστηκε όταν σκοτώθηκε λίγο
αργότερα.[5]
Ο Δέκιος που
κατάφερε να τους περικυκλώσει ελπίζοντας να ανακόψει την οπισθοχώρησή τους,
αρνήθηκε να ικανοποιήσει τις προτάσεις συνθηκολόγησης των Γότθων, των οποίων
τους η πολιορκία της Φιλιππούπολης είχε εξαντλήσει τον αριθμό και τους πόρους,
που προσφέρθηκαν να παραδώσουν τα λάφυρα και τους αιχμαλώτους, υπό την
προϋπόθεση να τους επιτραπεί να υποχωρήσουν. Η τελική συμπλοκή, η μάχη της
Αβρίττου, στην οποία οι Γότθοι πολέμησαν υπό το θάρρος της απελπισίας, έλαβε
χώρα κατά τη διάρκεια της δεύτερης εβδομάδας του Ιουνίου του 251 στο βαλτώδες
έδαφος της Ludogorie (περιοχή
στη βορειοανατολική Βουλγαρία, η οποία συνορεύει με το οροπέδιο της Δοβρουτσάς
και την πεδιάδα του Δούναβη στα βόρεια), κοντά στην μικρή πόλη της Αβρίττου[3]
ή Forum Terebronii (σύγχρονο
Ράζγκραντ). Ο βυζαντινός ιστορικός Ιορδάνης αναφέρει ότι, όταν σκοτώθηκε από
ένα βέλος στην αρχή της μάχης ο γιος του Δέκιου, Ερέννιος Ετρούσκος, ο Δέκιος για
να ανυψώσει το ηθικό των ανδρών του αναφώνησε "Κανείς να μη θρηνήσει, ο
θάνατος ενός στρατιώτη δεν είναι μεγάλη απώλεια για τη δημοκρατία". Παρ'
όλα αυτά, ο στρατός του Δέκιου εγκλωβίστηκε μέσα στους βάλτους και
κατατροπώθηκε, ενώ ο ίδιος σκοτώθηκε στο πεδίο της μάχης.[2] Ο Δέκιος ήταν ο
πρώτος Ρωμαίος αυτοκράτορας που πέθανε σe μάχη εναντίον ξένης δύναμης.[10] Μετά το τέλος της μάχης ο διασωθείς
στρατηγός Τρεβονιανός Γάλλος αυτοανακηρύχθηκε αυτοκράτορας, απόφαση που στη
συνέχεια επικυρώθηκε από τη Σύγκλητο.
Η παράδοση
αναφέρει ότι ο Δέκιος προδόθηκε από τον Τρεβονιανό Γάλλο, ο οποίος είχε συνάψει
μυστική συμφωνία με τους Γότθους, αλλά αυτό δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί και
ήταν πιθανότατα μεταγενέστερη εφεύρεση. Αυτό δείχνει το γεγονός ότι ο ίδιος ο
Τρεβονιανός υιοθέτησε τον νεότερο γιο του Δέκιου, Οστιλιανό (Gaius Valens Hostilianus), ως
συν-αυτοκράτορα αν και ο τελευταίος ήταν πολύ μικρός για να διεκδικήσει τα
δικαιώματά του.[11][12] Επίσης, είναι απίθανο οι κατακερματισμένες ρωμαϊκές
λεγεώνες να ανακήρυξαν ως αυτοκράτορα έναν προδότη ο οποίος ήταν υπεύθυνος για
την απώλεια τόσων πολλών στρατιωτών από τάξεις τους.[13]
Παραπομπές
[1] Στα λατινικά το όνομα του είναι GAIVS MESSIVS QVINTVS DECIVS AVGVSTVS.
[2] 2,0 2,1 2,2 2,3 Decius: 249 – 251 AD University
of Michigan
[3] 3,0 3,1 Handbook to life in ancient Rome, By
Lesley Adkins, Roy A. Adkins, 2004, σ. 28
[4] "Συνήθως αποκαλούνται Ιλλυριοί αυτοκράτορες όσοι γεννήθηκαν στην επαρχία
του Ιλλυρικού και ανήλθαν στην εξουσία με την βοήθεια των λεγεώνων που έδρευαν
σε εκείνη την επαρχία.". Joseph
Ward Swain, The Ancient World
[5] 5,0 5,1 5,2 5,3 Scarre 1995, σ.169
[6] Ο Πακατινός ίσως προσπάθησε να συνδέσει τον εαυτό του με τον Φίλιππο, αν
κρίνουμε από τα λίγα νομίσματα που επιβίωσαν RIC4:3:104-5.
[7] Ζώσιμος, Νέα Ιστορία I.22
[8] Η θυσία ήταν προς τιμήν του αυτοκράτορα, όχι για τον αυτοκράτορα, δεδομένου ότι
ο ζωντανός αυτοκράτορας δεν θεωρείτο θεός.
[9] Ancient
History Sourcebook
[10] 10,0 10,1 10,2 Scarre 1995, σ.170
[11] Scarre 1995, σσ.168–169
[12] Southern 2001, σ.308
[13] Potter 2004, σ.247
Βιβλιογραφία
Nathan, Geoffry, and Robin McMahon, "Trajan Decius (249–251
A.D.) and Usurpers During His Reign", DIR
Potter, David S. The Roman Empire at Bay AD 180–395, Routledge,
2004. ISBN 0-415-10058-5
Scarre, Chris, Chronicle of the Roman Emperors: the reign-by-reign
record of the rulers of Imperial Rome, Thames & Hudson, 1995. ISBN
0-500-05077-5
Southern, Pat. The Roman Empire from Severus to Constantine,
Routledge, 2001. ISBN 0-415-23943-5
Wolfram, Herwig. History of the Goths (transl. by Thomas J.
Dunlap), University of California Press, 1988, ISBN 0-520-06983-8
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου