Η επαρχία των Πέζαρο-Ουρμπίνο (ιταλικά: Provincia di Pesaro e Urbino) είναι επαρχία στην περιφέρεια των Μάρκε στην Ιταλία.
Η έκτασή της είναι 2.892 τ.χλμ. και ο πληθυσμός της φτάνει τους 380.086 (2008) κατοίκους. Έδρα της επαρχίας είναι το Πέζαρο(Pesaro) και το Ουρμπίνο (Urbino). Συνολικά, η επαρχία αριθμεί 67 δήμους.
Συνορεύει βόρεια με την Εμίλια-Ρομάνια (επαρχίες των Ρίμινι και Φορλί-Τσεζένα), με τον Αγίο Μαρίνο, νότια με την Ούμπρια (επαρχία της Περούτζια), δυτικά με την Τοσκάνη (επαρχία του Αρέτσο), ενώ ανατολικά βρέχεται από την Αδριατική θάλασσα.
Το Ουρμπίνο (Urbino) είναι πόλη και δήμος στα Μάρκε, στην κεντρική Ιταλία, η οποία αποτελεί Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάςτης UNESCO από το 1998 για την πολιτιστική άνθισή της κατά την Αναγέννηση, ιδίως υπό την εξουσία του Φεντερίκο ντα Μοντεφέλτρο, δούκα του Ουρμπίνο από το 1444 μέχρι το 1482. Η πόλη έχει 15.291 κατοίκους (Νοέμβριος 2013). Η πόλη βρίσκεται σε μια ψηλή λοφοπλαγιά και διατηρεί αρκετή από την μεσαιωνική εμφάνισή του. Στην πόλη βρίσκεται το πανεπιστημίο του Ουρμπίνο, το οποίο ιδρύθηκε το 1506, και είναι έδρα του αρχιεπισκόπου του Ουρμπίνο. Το πιο γνωστό κτίριο της πόλης είναι το Παλάτσο Ντουκάλε, το οποίο ανακατασκευάστηκε από τον Λουτσιάνο Λαουράνα.
Το Πέζαρο (ιταλ. Pesaro, προφέρεται: [ˈpeːzaro] ( ακούστε)) είναι πόλη της Ιταλίας, πρωτεύουσα της επαρχιακής κοινότητας τουΠέζαρο στο διαμέρισμα του Μάρκε, και βρίσκεται στην ακτή της βόρειας Αδριατικής. Σύμφωνα με την απογραφή του 2013 ο πληθυσμός της είναι 95.000 κάτοικοι.
Η πόλη ιδρύθηκε από τους Ρωμαίους ως Πιζάνιο (184 π.Χ.) στην περιοχή που τα αρχαία χρόνια κατοικούσαν οι Πιζάνοι από τηνεποχή του σιδήρου. Δέχθηκαν τον 4ο π.χ. αιώνα την επίθεση Γαλατών με τους οποίους αναμείχθηκαν. Λόγω της θέσης της έγινε από τους Ρωμαίους σημαντικό εμπορικό κέντρο, αλλά αργότερα καταστράφηκε από τους Γότθους (539).
Ξανακτίστηκε 5 χρόνια αργότερα από τους Βυζαντινούς και έγινε τμήμα της εξαρχίας της Ραβέννας, αργότερα έγινε τμήμα του παπικού κράτους.
Την περίοδο της Αναγέννησης διοικήθηκε διαδοχικά από τους Μαλατέστα (1285- 1445), Σφόρτσα (1445 - 1512) και Ντέλλα Ρόβερε(1513 - 1631). Οι τρεις οικογένειες βοήθησαν σημαντικά στην ανοικοδόμηση του και το διακόσμησαν με πληθώρα επιβλητικών κτηρίων.
Στις 11 Δεκεμβρίου 1860 τα στρατεύματα του Πεδεμοντίου κυρίευσαν την πόλη του Πέζαρο και την προσάρτησαν στο βασίλειο της Ιταλίας.
Απαρχές και Μεσαίωνας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η μικρή ρωμαϊκή πόλη Urbinum Mataurense («μικρή πόλη στις όχθες του ποταμού Ματαούρος») έγινε σημαντικό στρατηγικό οχυρό στους γοτθικούς πολέμους του 6ου αιώνα, και το 538 οι Βυζαντινοί, με αρχηγό τον στρατηγό Βελισσάριο, την κατέλαβαν από τουςΟστρογότθους.
Ο Πιπίνος ο Βραχύς (βασιλιάς των Φράγκων) έδωσε το Ουρμπίνο στον Πάπα το 754/756, μέχρι περίπου το 1200, όταν ήρθε στην κατοχή του Οίκου των Μοντεφέλτρο. Αν και αυτοί οι ευγενείς δεν είχαν άμεση εξουσία επί της κοινότητας, μπορούσαν να ασκήσουν πιέσεις εξελεγούν στη θέση του ποτεστάτου, έναν τίτλο που ο Μπονκόντε ντι Μοντεφέλτρο απέκτησε το 1213, με αποτέλεσμα ότι οι κάτοικοι του Ουρμπίνο να επαναστατήσει και να συμμαχήσει με την ανεξάρτητη κοινότητα του Ρίμινι (1228), τελικά ξαναπήραν τον έλεγχο της πόλης το 1234. Τελικά, όμως, οι ευγενείς Μοντεφέλτρο πήραν τον έλεγχο για μια ακόμη φορά, και τον διατήρησαν μέχρι το 1508. Κατά τη διάρκεια της διαμάχης Γουέλφων και Γιβελλίνων, δύο πολιτικές παρατάξεις που υποστηρίζονται τον παπισμό ή τηνΑγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, αντίστοιχα, το 13ο και 14ο αιώνα, οι Μοντεφέλτρο του Ουρμπίνο ήταν ηγέτες των Γιβελλίνων των Μάρκε και στην περιοχή της Ρομάνιας.
Περίοδος του Φρεντερίκο ντα Μοντεφέλτρο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το πιο γνωστό μέλος του οίκου Μοντεφέλτρο ήταν ο Φεντερίκο ντα Μοντεφέλτρο, Δούκας του Ουρμπίνο την περίοδο 1444-1482, ένας πολύ επιτυχημένος κοντοτιέρο, επιδέξιος διπλωμάτης και ενθουσιώδης προστάτης της τέχνης και της λογοτεχνίας. Το 1444 ανέλαβε την εξουσία ως γιος του Γκουιταντόνιο, μετά από συνωμοσία και τη δολοφονία του νόμιμου διαδόχου Ονταντόνιο, ο οποίος ήταν μισητός για την «αχαλίνωτη λαγνεία» του και την υπερβολική φορολογία που επέβαλε κατά τη διάρκεια της δεκαεπτάμηνης θητείας του.
Ο Φεντερίκο άρχισε την αναδιοργάνωση του κράτους, η οποία περιελάμβανε επίσης την αναδιάρθρωση της πόλης, σύμφωνα με την σύγχρονη αντίληψη για το άνετο, το αποδοτικό και το όμορφο. Χάρη στις προσπάθειές του, τις σχεδόν τέσσερις δεκαετίες της βασιλείας του η κυβέρνηση είχε ως στόχο το σκοπό αυτό, η οποία, χάρη στις εξαιρετικές ιδιότητες του σε συνδυασμό με μια σημαντική περιουσία, πραγματοποίησε πλήρως αυτό το όνειρο.
Στην αυλή του, ο Πιέρο ντέλλα Φραντσέσκα έγραψε σχετικά με την επιστήμη της προοπτικής, οΦρανσέσκο ντι Τζόρτζιο έγραψε το Trattato di architettura («Πραγματεία για την Αρχιτεκτονική») και ο πατέρας του Ραφαήλ, Τζοβάννι Σάντι, έγραψε ποιήματα για τους επικεφαλής των καλλιτεχνών της εποχής του. Η λαμπερή αυλή του Φεντερίκο, σύμφωνα με τις περιγραφές τουΜπαλντασσάρε Καστιλιόνε στο Il Cortegiano («Το βιβλίο του αυλικού»), καθόρισε τα πρότυπα για το τι επρόκειτο να χαρακτηρίσει ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό ευγενή τους επόμενους αιώνες.
Καίσαρας Βοργίας και προσάρτηση στα Παπικά Κράτη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
O Καίσαρας Βοργίας εξεδίωξε τον Γκουιντομπάλντο ντα Μοντεφέλτρο, Δούκα του Ουρμπίνο, και την Ελιζαμπέτα Γκοντζάγκα το 1502, με τη συνενοχή του πατέρα του, ο Πάπα Αλέξανδρο Στ΄. Μετά την προσπάθεια του Πάπα Λέοντος Ι΄ να διορίσει ένα νέο Μέδικο ως δούκα, η οποία ματαιώθηκε από τον πρόωρο θάνατο του Λορέντζο Β΄ των Μεδίκων το 1519, το Ουρμπίνο έγινε μέρος των Παπικών Κρατών, υπό την δυναστεία των δουκών των ντελλά Ρόβερε (1508-1631). Μετακίνησαν το 1523 την αυλή τους από του Ούρμπινο στο Πέζαρο, με αποτέλεσμα να αρχίσει μια αργή παρακμή του Ουρμπίνο που θα συνεχιστεί μέχρι τις τελευταίες δεκαετίες του δέκατου έβδομου αιώνα.[1]
Το 1626, ο Πάπας Ουρβανός Η΄ ενσωματώνει οριστικά το Δουκάτο στις παπικές κτήσεις, το δώρο του τελευταία δούκ Ντελλά Ρόβερε, κατά την απόσυρσή του μετά τη δολοφονία του διαδόχου του, να διοικήται από τον αρχιεπίσκοπο. Το κράτος μέχρι τότε διοικηούνται από τότε από παπικούς απεσταλμένους, οι οποίοι εν γένει ανήκουν σε υψηλή εκκλησιαστική ιεραρχία. Μετά την προσάρτηση του δουκάτου στα παπικά κράτη, η πλούσια καλλιτεχνική κληρονομιά (συμπεριλαμβανομένων των επίπλων) στο Παλάτι των Δούκων έγινε, ως επί το πλείστον, η προίκα της τελευταίας άμεσου απογόνου των Ντελλά Ρόβερε, της Βιττόρια ντελλά Ρόβερε, η οποία παντρεύτηκε το Φερντινάντο Β΄ των Μεδίκων. Αυτά τα έργα μελλονικά θα σχηματίσουν τον πυρήνα της πινακοθήκης Ουφίτσι. Ανάμεσα στα έργα που πήγαν στη Φλωρεντία είναι το δίπτυχο του Δούκα του Ουρμπίνο του Πιέρο ντελλά Φρανσέσκα. Άλλα έργα τα έφεραν στη Ρώμη.
Ο 18ος αιώνας άρχισε με την εκλογή του καρδιναλίου Τζοβάννι Φραντσέσκο Αλμπάνι Ουρμπίνο ως Πάπα το 1701, με το όνομα Κλήμης ΙΑ΄. Αυτή ήταν η τελευταία σημαντική περίοδος πόλης, ιδίως όσον αφορά τις τέχνες, τον πολιτισμό, χάρη στην χρηματοδότηση από τον Πάπα και την οικογένειά του. Πολλά κτίρια, εκκλησίες και μοναστήρια της πόλης ανακαινίστηκαν, όπως το Παλάτσο Αλμπάνι, η πρόσοψη του δημαρχείου, το αρχιεπισκοπικό μέγαρο και το παρεκκλήσι του αγίου Ιωσήφ. Αυτή η νέα περίοδος ακμής τερματίστηκε με το θάνατο του Κλήμη ΙΑ΄ το 1721, με αποτέλεσμα να αρχίσει μια μεγάλη περίοδος παρακμής η οποία συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Μετά το θάνατο του Πάπα, οι Αλμπάνι συνέχισαν να είναι οι κύριες προστάτες σημαντικών έργψν μέχρι το πρώτο μισό του 19ου αιώνα.
Το 1789 ο τρούλος του καθεδρικού κατέρρευσε εξαιτίας ενός ισχυρού σεισμού με αποτέλεσμα την πλήρη ανακαίνηση του ναού.
Γαλλική κυριαρχία και 19ος αιώνας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ανάμεσα στο 1797 και το 1800 η πόλη κατελήφθη από Γαλλικά στρατεύματα, όπως και μεγάλο τμήμα της βόρειας και κέντρικης Ιταλίας. Οι Γάλλοι μετέφεραν έργα τέχνης από τη τέχνη στο Παρίσι και στο Μιλάνο, στις πινακοθήκες του Λούβρου και στην πινακοθήκη Μπρέρα, μειώνοντας και άλλο την τοπική καλλιτεχνική κληρονομιά.[2]
Το 1831 κατασκευάστηκε το καινούργιο παλάτι των Αλμπάνι, σχεδιασμένο από τον Πιέτρο Γκινέλλι, με αποτέλεσμα τη δημιουργία της σημερινής Πιάτσα ντέλλα Ρεπούμπλικα. Στη συνέχεια στη πόλη έλαβαν χώρα σημαντικές πολεοδομικές βελτιώσεις που άλλαξαν την εμφάνιση της πόλης. Με την κατασκευή του θεάτρου Σάντσιο (1845-1853) δημιουργήθηκε το Κόρσο Γκαριμπάλντι, ένας σκεπαστός δρόμος προς την Πιάτσα ντέλλα Ρεπούμπλικα. Αυτή η αστική ανανέωση αντικατόπριζε τις ιδέες του Φούλβιο Κορμπόλι αλλά σχεδιάστηκε κυρίως από τον αρχιτέκτονα Βιντέντσο Γκινέλλι.[1]
Ένωση με την Ιταλία και 20ός αιώνας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Στις 8 Σεπτέμβρη 1860 τα στρατεύματα από το Πεδεμόντιο εισήλθαν στο Ουρμπίνο, αναγκάζοντας την παράδοση των τελευταίων πυρήνων αντίστασης του παπικού στρατού κάτω από τη στοά του σπιτιού του Ραφαήλ. Ολοκλήρα τα Μάρκε κατακτήθηκαν με την κατάληψη της Αγκόνα τις 29 Σεπτεμβρίου.
Μεταξύ τις 4 και 5 Νοεμβρίου, έλαβε χώρα δημοψήφισμα για την προσάρτηση του Μάρκε στο Βασίλειο της Σαρδηνίας, το οποίο έληξε με 133.783 ψήφους υπέρ, 260 ψήφους κατά και 1.212 άκυρα ψηφοδέλτια. Στην επαρχία του Ουρμπίνο (συμπεριλαμβανομένου του εδάφους του Πέζαρο) ο αριθμός ήταν 21.111 υπέρ, 365 κατά και 29 άκυρα ψηφοδέλτια. Στη συνέχεια, στις 10 Νοεμβρίου, τα Μάρκε εντάχθηκαν στο Στατούτο Αλμπερτίνο και, στη συνέχεια, στις 17 Δεκεμβρίου, έγινε επίσημο με την έκδοση βασιλικού διατάγματος.[3] Η νέα κυβέρνηση ξεκίνησε τη δήμευση της εκκλησιαστικής περιουσίας.
Ο 20ός αιώνας άρχισε χωρίς να λάβει χώρα κάποιο σημαντικό γεγονός. Η πόλη δεν βομβαρδίστηκε κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πόλεμου. Οι Γερμανοί ανατίταξαν ένα υπό κατασκευή τούνελ κάτω από την πόλη χωρίς να σημειωθούν. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, ο τότε έφορος των Πινακοθηκών και Έργων Τέχνης στο Ουρμπίνο στα Μάρκε Πασκουάλες Ροτόντι τοποθέτησε κρυφά περίπου 10.000 πολύτιμα έργα (συμπεριλαμβανομένων έργων των Τζορτζόνε, Πιέρο ντέλλα Φραντσέσκα, Πάολο Ουτσέλλο, Τιτσιάνο,Αντρέα Μαντένια, Ραφαήλ και πολλών άλλων, από όλα τα μεγάλα μουσεία της Ιταλίας), που είχαν κλαπεί από τους Ναζί στο βράχο Σασσοκορβάρο. Οι ενέργειές του κέρδισαν την παγκόσμια αναγνώριση και μέχρι σήμερα ο βράχος είναι γνωστός ως η «Κιβωτός της Τέχνης».[4] Η πόλη απελευθερώθηκε τις 28 Αυγούστου 1944.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου