Πέμπτη 18 Φεβρουαρίου 2016

Ταμπού η τρομοκρατία στην Ιταλία

Η ακύρωση της συζήτησης έφερε αντιδράσεις στις οικογένειες των θυμάτων. «Αγαπητοί δικαστές, το να μας σπρώχνετε στη σιωπή αποτελεί αδικία για τη μνήμη», αναφέρεται στην ανοικτή επιστολή που απέστειλαν προς τη διοίκηση της Σχολής Δικαστών οι συγγενείς των ανθρώπων που το 1978 έχασαν τη ζωή τους από έκρηξη βόμβας, την οποία είχαν τοποθετήσει μέλη της οργάνωσης Όρντινε Νουόβο.
Τον Μάρτιο του 1978 η τότε 28χρονη αντάρτισσα πόλεων Αντριάνα Φαράντα συμμετείχε στην απαγωγή και στη μετέπειτα δολοφονία του Άλντο Μόρο από τις Ερυθρές Ταξιαρχίες. Την προηγούμενη εβδομάδα, η μετανοημένη εδώ και δεκαετίες Φαράντα, μέλος της ακροαριστερής τρομοκρατικής οργάνωσης που έδρασε στην Ιταλία τα αποκαλούμενα «μολυβένια χρόνια», από το 1970 ώς τις αρχές της δεκαετίας του 1980, επρόκειτο να συναντηθεί με την Ανιέζε Μόρο, θυγατέρα του απαχθέντος πρωθυπουργού και ηγέτη των Χριστιανοδημοκρατών.


Μαζί τους θα ήταν ο Φράνκο Μπονιζόλι, επίσης μετανοημένο πρώην μέλος των Ερυθρών Ταξιαρχιών, καθώς και η Σαμπίνα Ρόσα, κόρη ενός συνδικαλιστή ο οποίος δολοφονήθηκε από μέλη της οργάνωσης το 1979. Θα συζητούσαν, στο πλαίσιο ενός σεμιναρίου της Ανώτερης Σχολής Δικαστών της Ιταλίας, για την απόδοση και τις μορφές δικαιοσύνης. Αλλά, έπειτα από θυελλώδεις αντιδράσεις συγγενών των θυμάτων, δικαστικών λειτουργών αλλά και πολιτικών όλων των παρατάξεων, η συνάντηση ακυρώθηκε. Η Ιταλία δεν είναι έτοιμη να συζητήσει για την τρομοκρατία.

«Αδικία για τη μνήμη»
«Αγαπητοί δικαστές, το να μας σπρώχνετε στη σιωπή αποτελεί αδικία για τη μνήμη», αναφέρεται στην ανοικτή επιστολή που απέστειλαν προς τη διοίκηση της Σχολής η Μόρο, η Ρόσα αλλά και ο Μάνλιο Μιλάνι, συγγενής ενός εκ των οκτώ ανθρώπων που το 1978 έχασαν τη ζωή τους από έκρηξη βόμβας, την οποία είχαν τοποθετήσει μέλη της νεοφασιστικής (και υπό την προστασία των ιταλικών μυστικών υπηρεσιών) οργάνωσης Όρντινε Νουόβο στην Πιάτσα ντέλα Λότζια της Μπρέσια. Και το ερώτημα που τίθεται είναι το εξής: Εξακολουθεί να αποτελεί θέμα ταμπού η πολιτική τρομοκρατία στην Ιταλία; Γιατί αρνείται η ιταλική κοινωνία να θέσει τον δάκτυλον επί τον τύπον των ήλων όσον αφορά την εξέταση, τη μελέτη αλλά και την αποδοχή μιας ιστορικής περιόδου με πολλές σκοτεινές πτυχές;

«Πολλοί δεν τη θέλουν»
«Δεν πιστεύω ότι είναι ταμπού» είπε μιλώντας στο «Βήμα» ο Φράνκο Παβοντσέλο, διακεκριμένος πολιτικός αναλυτής και πρόεδρος του Πανεπιστημίου John Cabot της Ρώμης. Χαρακτηρίζοντας τα μολυβένια χρόνια «ανώμαλη περίοδο» και την πολιτική τρομοκρατία «παθολογικό φαινόμενο», ο Ιταλός ακαδημαϊκός, παρότι κατανοεί τόσο εκείνους που επιδιώκουν την επαφή με πρώην τρομοκράτες όσο και εκείνους που την αρνούνται, δηλώνει πως «αυτές οι ηθικής φύσεως προσωπικές σκέψεις, που συχνά βασίζονται σε μια αναζήτηση της συγχώρεσης, δεν ενδιαφέρουν πολλούς. Πιστεύω πως η πλειονότητα των Ιταλών θέλουν να εξαφανιστούν αυτοί οι άνθρωποι από τη συλλογική μνήμη ως άτομα. Ως φαινόμενο, η πολιτική τρομοκρατία παραμένει περιορισμένη και θα συμπεριληφθεί στα βιβλία της Ιστορίας. Αλλά πολλοί δεν τη θέλουν στην τωρινή ζωή τους».

Η άλλη άποψη
Κάποιοι έχουν διαφορετική άποψη. Τον περασμένο Οκτώβριο η Ανιέζε Μόρο συμμετείχε μαζί με την Αντριάνα Φαράντα στην παρουσίαση του «Βιβλίου της Συνάντησης», ενός επίπονου και πολυετούς συλλογικού έργου, στο οποίο παρουσιάζονται οι συναντήσεις μεταξύ θυμάτων, συγγενών θυμάτων και θυτών - πρώην μετανοημένων πρωταγωνιστών της πολιτικής τρομοκρατίας. «Προσδοκώ να γίνω ένα πρώην θύμα. Θα αγαπάω για πάντα τον πατέρα μου, αλλά θέλω να προχωρήσω» δήλωσε η Μόρο σε μια κατάμεστη αίθουσα.

Θύματα και θύτες
Την προηγούμενη εβδομάδα, τρεις ημέρες μετά την ακύρωση του σεμιναρίου στην Ανώτερη Σχολή Δικαστών, η Μόρο συμμετείχε σε μιαν άλλη δημόσια συζήτηση παρουσία δύο πρώην μελών των Ερυθρών Ταξιαρχιών, που επίσης συμμετείχαν στην απαγωγή και στη δολοφονία του πατέρα της. «Τους κοιτάω και δεν βλέπω τα τέρατα που υπήρχαν στη ζωή μου για πολλά χρόνια» επισήμανε η ίδια. Συναντήσεις μεταξύ θυμάτων και θυτών της πολιτικής τρομοκρατίας πραγματοποιούνται εδώ και πολλά χρόνια στην Ιταλία. Αντιδράσεις, και μάλιστα έντονες, σημειώνονται πάντα και οι απόψεις διίστανται, αλλά συχνά πρώην τρομοκράτες, έχοντας εκτίσει πολυετείς ποινές κάθειρξης, εμφανίζονται δημοσίως μιλώντας για τις πράξεις τους.

Σάκομαν: «Αιώνια επικαιρότητα»
«Το ζήτημα της πολιτικής τρομοκρατίας παραμένει αντικείμενο εκμετάλλευσης από όλες τις πλευρές, ανάλογα με πολιτικές ή μιντιακές σκοπιμότητες» λέει ο Αντρέα Σάκομαν, καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Μιλάνου και συγγραφέας του βιβλίου «Οι Ερυθρές Ταξιαρχίες στο Μιλάνο». Και εξηγεί: «Αντί να αντιμετωπίζονται ως αυτό που είναι, ήτοι Ιστορία, και να μελετώνται μόνο από τους ιστορικούς, δυστυχώς τα μολυβένια χρόνια αντιμετωπίζονται σαν αιώνια επικαιρότητα. Αντί για τους ιστορικούς, εκτιμώνται περισσότερο κακοί δημοσιογράφοι και διχαστικοί πολιτικοί.


Κανένας δεν ενδιαφέρεται για την αλήθεια. Δαιμονοποιούν τους πρώην τρομοκράτες σαν να είναι το απόλυτο κακό, ενώ πολλοί από αυτούς ακολούθησαν μια πορεία αναθεώρησης του παρελθόντος τους, αισθανόμενοι πραγματική οδύνη: για τα θύματά τους και τους συγγενείς αυτών, για τον ίδιο τον εαυτό τους, καθώς εξέτισαν πολυετείς ποινές κάθειρξης, για τους δικούς τους συγγενείς, οι οποίοι συχνά έβλεπαν τα παιδιά τους να εξαφανίζονται και τα ξανάβλεπαν με χειροπέδες στην τηλεόραση, την ημέρα της σύλληψής τους».

Νεοφασιστική τρομοκρατία
Όσον αφορά την αντιμετώπιση του φαινομένου της πολιτικής τρομοκρατίας από τους Ιταλούς, ο κ. Σάκομαν τόνισε πως «πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι στην Ιταλία η τρομοκρατία είναι συνώνυμο των Ερυθρών Ταξιαρχιών, ενώ όχι μόνον υπήρξαν τουλάχιστον καμιά δεκαριά διαφορετικές αριστερές τρομοκρατικές οργανώσεις, αλλά υπήρξε και η τρομοκρατία της νεοφασιστικής Ακροδεξιάς, γεγονός που πάντα είτε υποτιμάται είτε εσκεμμένα λησμονείται παντελώς. Μια νεοφασιστική τρομοκρατία που, μεταξύ άλλων, φαίνεται πως είχε δεσμούς και με τη χούντα στην Ελλάδα.


Την περίοδο 1969-1974, το 95% του συνόλου των ενεργειών πολιτικής βίας προέρχονταν από την Ακροδεξιά, το 1974 το 85%, και το 1975 το 78%. Από το 1976 και έπειτα άρχισε να επικρατεί η Ακροαριστερά όσον αφορά τον συνολικό αριθμό ενεργειών πολιτικής βίας». Ο Ιταλός ακαδημαϊκός σημειώνει ότι «η προσέγγιση μερικών συγγενών θυμάτων της τρομοκρατίας και μερικών πρώην τρομοκρατών ερμηνεύεται και υπό το πρίσμα της ρωμαιοκαθολικής χριστιανικής πίστης τους. Γι' αυτούς είναι δυνατή η συμφιλίωση, και μάλιστα η συμφιλίωση έγινε πραγματικότητα».

ΠΗΓΗ: Το Βήμα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου