Ελεύθερος μέχρι το τέλος είχε ζητήσει η ζωή του να να κλείσει με μια μη θρησκευτική αλλά λαϊκή νεκρώσιμη τελετή στο κάστρο Καστέλλο Σφορτσέσκο του Μιλάνο, αφήνοντας σε μας τους υπόλοιπους κάτι που είχε πει σε μια από τις τελευταίες του συνεντεύξεις: «Σαν φιλόσοφος, ενδιαφέρομαι για την αλήθεια, αλλά επειδή είναι δύσκολο να αποφασίσω τι είναι αλήθεια, έχω αποφασίσει να φτάσω σε αυτήν αναλύοντας τα ψεύδη».
H συνάντηση με τον εικαστικό Θεόδουλο την περασμένη βδομάδα κατέληξε σε μια ενδιαφέρουσα συζήτηση στο θέμα της ελευθερίας της τέχνης και πώς μπορεί να απεγκλωβιστεί από εξαρτήσεις που επιβάλλει το σύγχρονο παγκόσμιο οικονομικό φόρουμ. Η δικτατορία και η εξάρτηση, επακόλουθο των απολυταρχικών καθεστώτων που αναπτύχθηκαν από τις αρχές του 20ού αιώνα και χειραγώγησαν τις τέχνες, εκκολάπτονται και σήμερα σε πιο μεγάλο (και επικίνδυνο) βαθμό. Μπορεί τότε οι καλλιτέχνες να καλούνταν να εξυπηρετήσουν μια ιδεολογία, σήμερα καλούνται να προσαρμοστούν στον βωμό του χρηματιστηρίου της τέχνης που λειτουργεί κάτω από περίεργους κανόνες και περίεργες προσωπικές εξαρτήσεις. Τι διαφορά λοιπόν υπάρχει αν την τέχνη την καθοδηγεί ένας δικτάτορας ή ένας επιμελητής ενός μουσείου; Καίριο το ερώτημα με πολλαπλές απαντήσεις.

Η είδηση του θανάτου του Ουμπέρτο Έκο την ίδια μέρα υπογράμμισε τα ερωτήματα που βασανιστικά και μάταια προσπαθήσαμε να απαντήσουμε με τον Θεόδουλο. Ο Ιταλός διανοούμενος, λάτρης των αρχαίων ελληνικών και λατινικών, που χρησιμοποιούσε πολύ συχνά στα βιβλία του, υπήρξε ένας από αυτούς τους ελάχιστους που ξεχωρίζουν ανάμεσα στις στρατιές των δημιουργών και καλλιτεχνών του 20ού και 21ου αιώνα. Υπερασπίστηκε την κριτική σκέψη και την αμφιβολία απέναντι σε κάθε αρτηριοσκληρωτικό δογματισμό, στη σημερινή κάθε άλλο παρά φιλελεύθερη και πλουραλιστική κοινωνία. «Tίποτα δεν δίνει σε έναν φοβισμένο άνθρωπο περισσότερο θάρρος από τον φόβο του διπλανού» διέτεινε προτρέποντας άπαντες να «φοβούνται τους προφήτες και όλους αυτούς που είναι διατεθειμένοι να πεθάνουν για την αλήθεια, γιατί συνήθως κάνουν πολλούς ακόμα να πεθάνουν μαζί τους, κάποιες φορές πριν από αυτούς, κάποιες φορές αντί γι' αυτούς».

Η ευρύτητα του πνεύματός του δεν τον εμπόδιζε να εξετάζει με κριτική ματιά την εξέλιξη της σύγχρονης κοινωνίας. Δεν έμεινε μόνο στο αγαπημένο του πεδίο δράσης, τον Μεσαίωνα. Καταπιάστηκε και με την εποχή μας προσφέροντάς μας μια βαθιά ανάλυση του κόσμου μας όπως με το τελευταίο του βιβλίο, το «Φύλλο Μηδέν», που ασχολείται με τη δημοσιογραφία, τη διαπλοκή και τον Τύπο. Μάλιστα, ο Ουμπέρτο Έκο και άλλα μεγάλα ονόματα της ιταλικής λογοτεχνίας είχαν αποφασίσει τον περασμένο Νοέμβριο να αποχωρήσουν από τον ιστορικό εκδοτικό οίκο Bompiani, ο οποίος είχε εξαγοραστεί από τον οίκο Mondadori —της οικογένειας Μπερλουσκόνι— και να ενταχθούν σε έναν νέο, ανεξάρτητο οίκο, τον La nave di Teseo («Το πλοίο του Θησέα» ). Από τον ίδιο εκδοτικό οίκο πρόκειται να κυκλοφορήσει τον ερχόμενο Μάιο το βιβλίο του «Pape Satàn Aleppe», τίτλος που ο ίδιος είχε επιλέξει και συμβολίζει την άκρως συγκεχυμένη, ρευστή και απροσδιόριστη ιστορική περίοδο που διέρχεται όλος ο πλανήτης.

Ελεύθερος μέχρι το τέλος είχε ζητήσει η ζωή του να να κλείσει με μια μη θρησκευτική αλλά λαϊκή νεκρώσιμη τελετή στο κάστρο Καστέλλο Σφορτσέσκο του Μιλάνο, αφήνοντας σε μας τους υπόλοιπους κάτι που είχε πει σε μια από τις τελευταίες του συνεντεύξεις: «Σαν φιλόσοφος, ενδιαφέρομαι για την αλήθεια, αλλά επειδή είναι δύσκολο να αποφασίσω τι είναι αλήθεια, έχω αποφασίσει να φτάσω σε αυτήν αναλύοντας τα ψεύδη».